Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2009

ΨΗΦΙΣΤΕ ΜΕ, ΨΗΦΙΣΤΕ ΜΕ

Συνέντευξη, αφιέρωμα-προφίλ παίκτη ριάλιτι

Περπατούσα κάποια από τις περασμένες ημέρες στους δρόμους της Αθήνας και είδα σε μια μεγάλη αφίσα των Κωνσταντίνο Καραμανλή τον γηραιότερο να ζητά να τον ψηφίσουμε. Στην αρχή σκέφτηκα πως θα είναι αφίσες σαν κι αυτές που είχαν βγάλει κάποιοι ΠΑΣΟΚοι την εποχή Σημίτη με την εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου ζητώντας την εξωκοσμική παρέμβασή του για να τα πάει καλά ο εκσυγχρονίζων. Ωστόσο πληροφορήθηκα ότι ο ΣΚΑΪ κάνει μια σειρά ντοκιμαντέρ που στόχος της είναι να αναδείξει την κορυφαία Ελληνική μορφή ανά τους αιώνες. Και αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχει και ψηφοφορία για να βγάλουμε... τον Μέγιστο.

Η ιδέα βέβαια έρχεται απ’ έξω, ανήκει στο BBC και είχε μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία και σε δεκαπέντε περίπου άλλες χώρες. Ίσως είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να γνωρίσει το ευρύ κοινό μεγάλες προσωπικότητες. Από την άλλη, έχοντας κατά νου τη ψήφο του τηλεοπτικού αυτού κοινού, σκέφτομαι ότι οι προσωπικότητες ίσως υποβιβάστηκαν στο επίπεδο ενός ριάλιτι σόου όπου οι θεατές καλούνται με διαφημιστικά σποτ και καταχωρίσεις στον Τύπο να ψηφίσουν ποιος παίκτης θα φύγει από τη λίστα και ποιος θα κερδίσει το μεγάλο βραβείο της πρωτιάς. Όπως έχουμε δηλαδή μάθει από τη διαδικασία των τηλεριάλιτι, με τη διαφορά ότι εδώ οι «έγκλειστοι παίκτες»είναι οι «Μεγάλοι Έλληνες» εκ των οποίων το κοινό θα επιλέξει τον πιο σημαντικό όλων των εποχών.

Από τους 100 που «συμμετείχαν» στην εκπομπή, το ¼ περίπου της λίστας αποτελείται από ανθρώπους από την αρχαία Ελλάδα, ανάμεσα στους υπόλοιπους συναντάμε μουσικούς, ηθοποιούς, πολιτικούς, 4 βασιλείς, 4 αυτοκράτορες, 2 δικτάτορες και 1 επιχειρηματία, ενώ 13 βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Η απόφαση λοιπόν για το εάν θα πρέπει κανείς να τολμήσει να κάνει κάποια συνέντευξη ή αφιέρωμα-προφίλ σε κάποιον από τους 13 «μεγάλους» τυχερούς που βρέθηκαν στη σχετική λίστα (Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Γκάλης, Θοδωρής Ζαγοράκης, Δημήτρης Νανόπουλος, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Κώστας Σημίτης, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Λάκης Λαζόπουλος, Θανάσης Βέγγος, Ελένη Γλύκαντζη Αρβελέρ, Πύρρος Δήμας, Μανώλης Γλέζος, Έλενα Μουζάλα) φαντάζει μάλλον δύσκολη.

Οι συμμετέχοντες δεν είναι «παίκτες» που προσχώρησαν με τη θέλησή τους στην εκπομπή, μιας και ψηφίστηκαν από το κοινό, συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιοι για να δικαιολογηθεί και να επιχειρηθεί η παρουσίαση κάποιου από αυτούς σαν τέτοιον (για τους δέκα που έχουν επικρατήσει αλλά και για τους εναπομείναντες 77, η οποιαδήποτε επαφή μαζί τους είναι ούτως ή άλλως... ανέφικτη). Ακόμη και αν αποφασιζόταν η διενέργεια κάποιας συνέντευξης, ο δημοσιογράφος μάλλον άβολα θα ένιωθε ρωτώντας τους αναδειχθέντες πως νιώθουν για τη συμμετοχή τους και την εμπειρία που απεκόμισαν από την εν λόγω εκπομπή.

Η ανάδειξη του μεγαλύτερου, όπως καταλάβαμε, δεν πρόκειται να βασιστεί στη γνωμοδότηση ειδικών, αλλά στην ψήφο του τηλεοπτικού κοινού. Πιο συγκεκριμένα, «στόχος του σταθμού δεν είναι τόσο η ανακήρυξη όσο η αποτύπωση της αντίληψης των σημερινών Ελλήνων» αναφέρει ο ΣΚΑΪ σε δελτίο Τύπου. Σκέφτομαι ότι τίποτα δεν είναι πιο δίκαιο και πιο αποδεκτό σήμερα από τη κοινή γνώμη και τη τηλεοπτική κάλπη για να αποτυπωθούν (όπως λένε και οι υπεύθυνοι του σταθμού) οι αντιλήψεις του νεοέλληνα για την πορεία του στην Ιστορία. Διότι το ζήτημα δεν αφορά τη σημερινή κοινωνία ή την πρόσφατη Ιστορία του νεότερου ελληνισμού, αλλά απλώνεται σε όλες τις εποχές. Η τηλεοπτική ψηφοφορία απευθύνεται στην παιδεία του σημερινού νεοέλληνα, στα όσα έμαθε και, κυρίως, στα όσα δεν έμαθε.

Χρήστος Πουλάκης ©

Σάββατο, Μαρτίου 14, 2009

Καταστροφές με... ποπ κορν

Τα Νέα Μέσα κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη


Τη δεκαετία του 1960 ο Μάρσαλ ΜακΛούαν, θεωρητικός των μίντια, ισχυριζόταν ότι τα Μέσα Επικοινωνίας αποτελούν «προέκταση» του σώματός μας, ασκώντας ισχυρή επιρροή πάνω μας. Οι θεωρίες του για την επικράτηση «ψηφιακών μέσων», που θα σταθούν αρωγοί στην προαγωγή της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης, θεωρήθηκαν -τότε- πρωτοποριακές.

Η «γενιά του Ίντερνετ», όπως πολλές φορές τα ίδια τα Μέσα χαρακτήρισαν τους νέους ανθρώπους που ενημερώνονται και δρούν με κοινή αφετηρία τις σελίδες του Διαδικτύου, επέλεξε να πληροφορηθεί, να επικοινωνήσει και να οργανώσει τις διαδηλώσεις της... ηλεκτρονικά. Τα μηνύματα στο δίκτυο, τα sms στα κινητά τηλέφωνα, τα «ποστ» στα ιστολόγια των απλών χρηστών του Διαδικτύου, τα γκρουπ στο Facebook δημιούργησαν μια νέα «πλατφόρμα» άμεσης πληροφόρησης και «ψηφιακού» συντονισμού δράσεων χωρίς μεσάζοντες.

Τη δυναμική της «αυτοοργάνωσης» των κινητοποιήσεων την επιβεβαίωσαν οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας του Δεκεμβρίου. Το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου ο 15χρονος μαθητής πέφτει νεκρός από τη σφαίρα του αστυνομικού. Μετά από λίγη ώρα το Διαδίκτυο παίρνει φωτιά: τα μπλογκ δημοσιεύουν πληροφορίες για το συμβάν, οι αυτόπτες μάρτυρες καταθέτουν τις μαρτυρίες τους, οι πρώτες διαδηλώσεις ετοιμάζονται. Ιστολόγια όπως το troktiko.blogspot.com από την πρώτη στιγμή «ανεβάζουν» φωτογραφίες, ενώ το preza.tv ενημερώνει για τις κινητοποιήσεις.

«Ένα αντίο στον 15χρονο που σκότωσαν οι μπάτσοι», «Όλοι στους δρόμους για τον Αλέξη», «Alexandros Grigoropoulos (R.Ι.Ρ.)», «Η Ελληνική Αστυνομία δολοφονεί». Πάρα πολλά γκρουπ δημιουργήθηκαν στο Facebook αμέσως μετά τη δολοφονία, με τα μέλη τους να πολλαπλασιάζονται διαρκώς και να στέλνουν το δικό τους μήνυμα στον 15χρονο μαθητή, στον ειδικό φρουρό και στο κράτος. Εκατοντάδες είναι και τα βίντεο που «ανέβηκαν» στο δημοφιλές ιστότοπο «Υoutube» στη μνήμη του νεαρού.

Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του περασμένου Δεκέμβρη λοιπόν, γίναμε μάρτυρες της αποτυχίας του (ελληνικού) πληροφοριακού συστήματος και δη των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Συντονίζοντας μια συζήτηση για την «πρόασπιση» του κοινωνικού συμφέροντος στη χώρα μας και προσπαθώντας να εκφράσουν μια συλλογική λαϊκή επιθυμία, τα Νέα Μέσα (Διαδίκτυο, blogs κλπ) αποδείχθηκαν ανεπαρκή ως προς τη περιγραφή των πραγματικών γεγονότων. Και όχι μόνο: τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν μια έφεση να προβάλλουν τις επιθυμίες τους, ως πραγματικότητα, θέλοντας όχι να περιγράψουν τα γεγονότα αλλά να τα αλλάξουν. Και αυτό επιβεβαιώθηκε δυστυχώς και τον Δεκέμβριο.

Από την υπόδειξη του ΕΣΡ προς όλους τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας η οποία συνιστούσε «να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων που σχετίζονται με τον τραγικό θάνατο του μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου» και την πρόσθεση ότι «κατά τον τρόπο προβολής των τελευταίων γεγονότων από τα δελτία ειδήσεων και άλλες εκπομπές, παρατηρείται ότι υφίσταται κίνδυνος παράβασης της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας», μέχρι τη δήλωση του πρωθυπουργού πως δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από την υπερβολή με την οποία είχαν προβληθεί τα γεγονότα κατά τις πρώτες μέρες, γίναμε μάρτυρες της τραγικότητας της κατάστασης.

Οι εικόνες με τις καταστροφές, τις φλόγες, τα σπασμένα και τα καμμένα που πλημμύρισαν τις οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών μας ήταν αρκετές για να επιβεβαιώσουν -και να επιβεβαιωθούν από τα ίδια τα Μέσα- ότι η «πληροφόρηση» και η «ενημέρωση» η οποία προσφέρεται δεν μπορεί να δώσει αφορμή στη κοινωνία να λύσει προβλήματα αν δεν κάνει πρώτα το αυτονόητο: να τα περιγράψει και να τα συζητήσει. Η όποια συζήτηση βέβαια για την κατανόηση και την εξέυρεση λύσης διεξήχθη στα τηλεπαράθυρα και χαρακτηρίστηκε από τις γνωστές στερεοτυπικές επαναλαμβανόμενες δηλώσεις, όπως αναμενόταν άλλωστε. Οι καταδίκες και τα «δικαστήρια» αναλυτών οι οποίοι προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα γεγονότα, τα κλασικά τεχνάσματα των ηλεκτρονικών μέσων του τύπου «μεταδώσαμε πρώτοι την είδηση» και τους τίτλους πανικού που επέλεξαν να προβάλλουν ήταν απλά το κερασάκι στη τούρτα που προστέθηκε στις θλιβερές εκείνες ημέρες στην γενικότερη εικόνα των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι, πέρα από τις απόψεις που αποπροσανατόλησαν τη μάζα που παρακολούθησε από τον καναπέ της το «υπερθέαμα» που προσέφεραν οι δημοσιογράφοι, καλλιεργήθηκε ακριβώς το στοιχείο εκείνο που την έκανε να καθίσει στο καναπέ και να καταδικάζει -δίχως ουσιαστικά να καταλαβαίνει- τα όσα περνούσαν μπροστά από τα μάτια της: ο φόβος. Φόβος ο οποίος την οδήγησε αναπόφευκτα στη συντήρηση, μην μπορώντας να κάνει τίποτα παραπάνω από το να παρακολουθεί τους κουκουλοφόρους να καίνε, τους διαδηλωτές να δέρνονται και την αστυνομία να ξυλοκοπεί. Μήπως είναι καιρός να οργανωθεί μια άλλη «διαδήλωση» που θα απαιτήσει να διεξαχθή ουσιαστικός διάλογος πάνω στη σχέση ΜΜΕ - κοινωνίας;

Χρήστος Πουλάκης ©